-
1 συν-εμ-βαίνω
συν-εμ-βαίνω (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hineingehen; τοῖς Καρχηδονίοις τὴν ϑάλασσαν, Pol. 1, 20, 7; εἰς τὸν πόλεμον, 29, 3, 8.
1 συν-εμ-βαίνω
συν-εμ-βαίνω (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hineingehen; τοῖς Καρχηδονίοις τὴν ϑάλασσαν, Pol. 1, 20, 7; εἰς τὸν πόλεμον, 29, 3, 8.